τοσσόσδε

τοσσόσδε
τοσσόσδε n. pl. pro adv.,
1 so much, to this extent

εἴη σέ τε τοῦτον ὑψοῦ χρόνον πατεῖν, ἐμέ τε τοσσάδε νικαφόροις ὁμιλεῖν O. 1.115


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τοσσόσδε — τοσσήδε, τοσσόνδε, Α βλ. τοσόσδε …   Dictionary of Greek

  • τοσσόσδ' — τοσσόσδε , τοσόσδε sufficient masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοσόσδε — και επικ. τ. τοσσόσδε, ήδε, όνδε, Α 1. τόσος ακριβώς ή τόσος περίπου (α. «τοσόνδε μέντοι χάρισαί μοι», Πλάτ. β. «τοιόνδε τοσόνδε τε λαὸν Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. το ουδ. εν. ως ουσ. τo τοσ(σ)όνδε η ποσότητα 3. (το ουδ. με γεν. ως ουσ.) τόσο μέρος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”