- τοσσόσδε
- τοσσόσδε n. pl. pro adv.,1 so much, to this extent
εἴη σέ τε τοῦτον ὑψοῦ χρόνον πατεῖν, ἐμέ τε τοσσάδε νικαφόροις ὁμιλεῖν O. 1.115
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
εἴη σέ τε τοῦτον ὑψοῦ χρόνον πατεῖν, ἐμέ τε τοσσάδε νικαφόροις ὁμιλεῖν O. 1.115
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
τοσσόσδε — τοσσήδε, τοσσόνδε, Α βλ. τοσόσδε … Dictionary of Greek
τοσσόσδ' — τοσσόσδε , τοσόσδε sufficient masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοσόσδε — και επικ. τ. τοσσόσδε, ήδε, όνδε, Α 1. τόσος ακριβώς ή τόσος περίπου (α. «τοσόνδε μέντοι χάρισαί μοι», Πλάτ. β. «τοιόνδε τοσόνδε τε λαὸν Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. το ουδ. εν. ως ουσ. τo τοσ(σ)όνδε η ποσότητα 3. (το ουδ. με γεν. ως ουσ.) τόσο μέρος,… … Dictionary of Greek